φυτόλη

φυτόλη
η
(χημ.), ακόρεστη αλκοόλη, που αποτελεί συστατικό της χλωροφύλλης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτόλη — η, Ν (βιοχ.) διτερπενική αλκοόλη που είναι συστατικό τού μορίου τής χλωροφύλλης, τής βιταμίνης Ε και τής βιταμίνης Kı ή φυλλοκινόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytol < φυτόν + κατάλ. όλη τής χημ. ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • χλωροφυλλάση — και χλωροφυλλάζη, η, Ν ένζυμο που βρίσκεται στα φυτικά κύτταρα και έχει την ιδιότητα να υδρολύει τη χλωροφύλλη σε χλωροφυλλίνη και φυτόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophyllase < chlorophyll (βλ. χλωροφύλλη) + κατάλ. ase τής χημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”